ἀποξενώσει

ἀποξενώσει
ἀποξένωσις
living abroad
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀποξενώσεϊ , ἀποξένωσις
living abroad
fem dat sg (epic)
ἀποξένωσις
living abroad
fem dat sg (attic ionic)
ἀποξενόω
drive from house and home
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποξενόω
drive from house and home
fut ind mid 2nd sg
ἀποξενόω
drive from house and home
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ποξενώσει , ἀποξενόω
drive from house and home
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ποξενώσει , ἀποξενόω
drive from house and home
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀποξενόω
drive from house and home
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποξενόω
drive from house and home
fut ind mid 2nd sg
ἀποξενόω
drive from house and home
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σαούλ — Πρώτος βασιλιάς του Ισραήλ (2o μισό του 11ου αι. π.Χ.), που χρίστηκε από το Σαμουήλ παρόλο το αντίθετο ρεύμα για την εγκαθίδρυση της μοναρχίας στους Εβραίους, οι οποίοι δεν έπρεπε να έχουν άλλο βασιλιά εκτός από το θεό. Με το γιο του Ιωνάθαν… …   Dictionary of Greek

  • αποξενώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω κάποιον ξένο, παύω να τον θεωρώ δικό μου: Η γυναίκα του τον είχε αποξενώσει από τους συγγενείς του. 2. στερώ κάποιον από ένα αγαθό: Η ανάμειξή του σ εκείνη την υπόθεση τον αποξένωσε από τη συμπάθεια του προϊσταμένου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”